Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

με αφορμή τη συζήτηση για τα Θρησκευτικά στα σχολεία


Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ.

Ο ρόλος των θρησκειών στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας χαρακτηρίστηκε από τον Β.Ι. Λένιν ως «το άγονο λουλούδι στο δέντρο της γνώσης». Η προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει αυτά που βλέπει και η περιορισμένη, κατά καιρούς, επιστημονική του επάρκεια, οδήγησε στη δημιουργία του μύθου και, παράλληλα, στην εκλογίκευση του «παράλογου». Ο άνθρωπος, αδυνατώντας να δεχτεί το πεπερασμένο της ύπαρξής του και έχοντας μπροστά του τη δέσμευση να εξηγήσει τι είναι, πως βρέθηκε σ’ αυτόν τον κόσμο, τι είναι το σύμπαν κ.α. πολλά, αρνήθηκε την αποδοχή του «τέλους» και προσπάθησε, μέσα από αγωνιώδεις προσπάθειες, να ερμηνεύσει το – κατ’ αυτόν – ανεξήγητο.
Πέρα από τις επιμέρους μυθοπλασίες για ηρωικά γένη, για ξεχωριστές κάστες, για αριστοκρατία του αίματος ή του πνεύματος, οι θρησκείες υπήρξαν και χρησιμοποιήθηκαν πάντοτε ως ο πλέον έντεχνος και αποτελεσματικός τρόπος ελέγχου των μαζών. Αυτό το άγονο λουλούδι έπρεπε να λάβει μια θεσμική μορφή για να μπορεί να ελέγχει, να κοινωνικοποιεί και να υποτάσσει (με το φόβο) αρχαίες και νέες κοινωνίες και κοινότητες. Η κορύφωση του εργαλειακού ρόλου των θρησκειών γίνεται με τη δόμηση ενός ιεραρχημένου ιερατείου που αυτοπαρουσιάζεται ως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της θεότητας στη γη ή, σε διαφορετικές περιπτώσεις, ο μοναδικός δρόμος για τη σωτηρία αυτού (του κάτι-τι) που θα συνεχίσει να υπάρχει σε ένα κόσμο διαφορετικό από αυτόν που ζούμε. Η «κατασκευή» και οργάνωση μιας ιερατικής κάστας από τον Παύλο θα οδηγήσει τον χριστιανισμό στην απεμπόληση των κύριων αιτημάτων του (που πολλά από αυτά εμπεριέχουν πολιτικές, φιλοσοφικές και πολιτιστικές διαστάσεις της καθημερινότητας) που προσβλέπουν σε μια κοινοτιστική ζωή ισότητας, συμμετοχής στον πλούτο της κοινότητας και κοινωνικής απελευθέρωσης του ανθρώπου σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής. Από τη βουδιστική- «νιρβάνα» στον κομφουκιανικό «δρόμο» κι από τη χριστιανική ανάσταση των νεκρών στην ισλαμική μεταθανάτιο απόλαυση των στερημένων υλικών αγαθών, οι θρησκείες έρχονταν να αποπροσανατολίσουν τον άνθρωπο και να του υποσχεθούν τη «λύτρωση» σε ένα μελλοντικό κόσμο εφόσον υπάκουε στα κελεύσματα και τις αρχές των θρησκευτικών μύθων.
Η νεότερη ελληνική ιστορία δεν αποτέλεσε απλά μια εν δυνάμει προσέγγιση του θρησκευτικού και του πολιτικού στοιχείου αλλά στηρίχτηκε αποκλειστικά και κύρια στο πρώτο. Η ορθοδοξία προσδιόρισε την «ελληνικότητα» από τον 17ο αιώνα μέχρι και σήμερα. Παρά την οικουμενική διάσταση του χριστιανισμού (που αποσιωπάται έντεχνα), η ελληνική-ορθόδοξη εκκλησία αποτέλεσε και αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του νεωτερικού ελληνικού κράτους.

Η πολιτική διάσταση της εκκλησιαστικής παρέμβασης στα πολιτικά δρώμενα δεν είναι τυχαία αλλά είναι μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Για διακόσια χρόνια αποτέλεσε το κύριο ιδεολόγημα πάνω στο οποίο στήθηκε το ελληνικό κράτος. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος υπήρξε η πολυδιάστατη και επικίνδυνη παρέμβαση του ιερατείου στην πολιτική ζωή του τόπου. Αναγκαστική προϋπόθεση της διατήρησης της υπήρξε η, αρχικά ολοκληρωτική, αφομοίωση της παιδείας από την κατήχηση και τη θρησκοληψία και η μετέπειτα διατράνωση της αναγκαιότητας της διδασκαλίας των θρησκευτικών σε κάθε φάση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το κοσμικό κράτος ποτέ δεν αυτονομήθηκε στην Ελλάδα επειδή η προσαρμοστικότητα και η εμβέλεια της ιερατικής κάστας πάντοτε του έδιναν το σημαντικότερο θεσμικό όπλο για την (ιδεολογική) κυριαρχία επί του «όχλου». Από την άκρα δεξιά μέχρι τη νεωτερική-ρεφορμιστική αριστερά, όταν τα ιδεολογήματά τους γκρεμιζόταν σε χρόνο μηδέν, πάντοτε υπήρχε δίπλα τους μια ιδιαίτερη – σχεδόν αυτόνομη – ομάδα που λειτουργούσε ως κράτος εν κράτει, για να τους στηρίξει και να βοηθήσει στην αναπαραγωγή και διαιώνιση των κυρίαρχων αντιλήψεων ενός συστήματος που όπως είπε και ο Μαρξ (Εβραϊκό ζήτημα) «εάν τολμούσε να εφαρμόσει αυτά που δίδασκε ο ιδρυτής της θρησκείας, θα κατέρρεε την επόμενη μέρα»!
Τα θρησκευτικά δεν υπάρχουν στο αναλυτικό πρόγραμμα για να εξυπηρετηθεί η απαίτηση μιας διεφθαρμένης ομάδας οπαδών αντικοινωνικών και απάνθρωπων πρακτικών ούτε υπάρχει για να διαιωνιστεί η ύπαρξη της κρατικής επιχείρησης (νπδδ) που ονομάζεται «εκκλησία». Το μάθημα υπάρχει για να αποτρέψει τη διαφορετική προσέγγιση των αυθεντικών αντιλήψεων αυτών που θεωρούνται ιδρυτές και θεωρητικοί θρησκειών και να αποστειρώσει τις όποιες διαφορετικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές και πολιτικές διαστάσεις του ανθρώπινου δημιουργήματος που ονομάζεται «θρησκεία». Οι μαθητές ποτέ δεν θα προσεγγίσουν τις κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες που οδήγησαν στην εμφάνιση του βουδισμού, τη βοήθειά του στη διατήρηση της κοινωνίας των καστών αλλά και την οδό σωτηρίας που – λόγω των συνθηκών – μπορούσε να επιτευχθεί σε ανώτερο αφαιρετικά, επίπεδο (όπως και ο επικουρισμός, ο στωικισμός, η σωκρατική διδασκαλία κ.α.), ποτέ δεν θα προσεγγίσουν τις πολιτικές διαστάσεις των  απόψεων των χριστιανών θεολόγων του 4ου μΧ αιώνα και την κριτική της εξουσίας, ποτέ δεν θα μάθουν για την παπική μεταστροφή της θρησκείας σε πολιτικό εργαλείο για τη δόμηση αυτόνομου κράτους ούτε για την ορθόδοξη χρήση του χριστιανισμού για την πολιτική κυριαρχία μέσα στα πλαίσια μεγαλο-εθνικών επιδιώξεων και αλυτρωτικών σφαγών. Τα θρησκευτικά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον πυρήνα μιας διαρκούς και έντονης αμφισβήτησης που θα οδηγεί στην πραγματική λύτρωση του ανθρώπου που δεν μπορεί να είναι παρά κοινωνική – οικονομική – πολιτική σε ένα άλλον κόσμο όπου η «προσγείωση» του ανθρώπου θα αποτελέσει την αφετηρία για την απελευθέρωσή του απ’ όλα τα δεσμά αυτών που χιλιάδες χρόνια του καλλιεργούν την ιδεοληψία ότι δεν είναι παρά ένα «σκουλήκι» στις επιθυμίες και ορέξεις οποιασδήποτε θεότητας. Για να γίνει, όμως, αυτό δεν αρκεί να καταργηθεί ή να αλλάξει η δομή και ο προσανατολισμός αυτού του μαθήματος (πράγμα που επιχειρήθηκε πάμπολλες φορές) αλλά είναι απαραίτητη και μοναδική προϋπόθεση να απαλλαγεί ο άνθρωπος από την απάνθρωπη κοινωνία και τις κοινωνικές-πολιτικές-οικονομικές σχέσεις που τον κρατούν σιδηροδέσμιο της λογικής ότι δεν είναι αφέντης και διαχειριστής της μοίρας του. Η ανατροπή του συστήματος της υποταγής και υπακοής θα οδηγήσει στην εξαφάνιση της κατήχησης της υπακοής και στην ανάδειξη της ανθρώπινης σκέψης και ερμηνείας ως του μοναδικού ορθού δρόμου για την ερμηνεία και προσέγγιση της πραγματικότητας.

Στέργιος Μανουράς Ε ΕΛΜΕ Αν. Αττικής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου